Οι Πατρινοί έχουν το δικό τους λεξιλόγιο! Δείτε το! 185+ Πατρινές λέξεις

Οι Πατρινοί έχουν το δικό τους λεξιλόγιο! Δείτε το! 185+ Πατρινές λέξεις

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΠΑΤΡΙΝΩΝ:

Μινάρας = μαλάκας

προσκεφάλι = μαξιλάρι

μιξινάρια = μικρά κεφαλόπουλα(ψαρια)

τζαουνάκια = μικρά χταπόδια

τσεμπέρι = μαντήλα κεφαλής

Δώμου = Δώσε μου

Μπίζα = Αρακάς

Μάπα = Λάχανο

Χοντρομπίγουλη = φιδές

Τουτουμάκια = Μακαρονάκι κοφτό (χυλοπίτες)

μαντορίνια = μανταρίνια

Αραποσίτι = Καλαμπόκι

Γορδόνια = κορδόνι

Ψιχαλάει = ψιχαλίζει

Κουρκουσάλι = χαλάζι

Ξεμπουντουλωμός = Χαλασμός (αέρας, βροχή)

Τσουρούλια = τρέχει γρήγορα, μαλλιά κουβάρια

Στάει = Στάζει (χύνεται)

Πορτόνι = Αυλόπορτα

Στουμπήχτηκα – Στούμπηγμα = Χτύπησα, μελάνιασα

Ξεήγκλωτο = ξεχειλωμένο

Τάντινο = λεπτό, ευαίσθητο

Μερελό = τρελό

Μπανταβό = χαζό

Τσερλιό = διάρροια

κάλιασε = έτυχε

σπίνωσέ το = βάλτο πιο σιγά, χαμήλωσέ το (ραδιόφωνο

κοκότα = καρούμπαλο

ψιλικά = μυρωδικά

Λιανά = ψιλά (χρήματα)

πέσε = πες

χάμω = κάτω

ντωτό = χαλαρό

μπαμπουλωμένος = κουκουλωμένος

καμιανού = κανενός

πιλαλάω = τρέχω

ξεσβουρτσίστηκα = έπεσα, τσακίστηκα

καλικούτσα= παίρνω κάποιον στην πλάτη

έγκωσα = χόρτασα

σκούρα = παντζούρια

έφαγα μια γιαούρτη = ένα γιαούρτι

κουντράω = τρακάρω χτυπάω

πούμωμα, πούμωσα = κρύωμα, κρύωσα

έκιωσα = τελείωσα

έντωσα = τέντωσα έδεσα

τσούπα = κοπέλα

ταγιαντριός = Του Αγίου Ανδρέα!!!!

Κι ακόμα:

Τσιμπίπo = σταφύλι

Ερεψε = αδυνάτισε (βλπ.το ρεμένο)

Καλικατζούρες = άσχημα γράμματα

Ήσαντε= ήταν

Κατσιφάρα = ομίλχη, πούσι

Λιακωτό = ταράτσα

Γούβα = Λακκούβα

Αφερεμένο = χαζό

Πίστρωσε με = σκέπασε με

Κούτσαβλος = κουτσός

Λέρα = βρωμιά (λέρα πέτσα)

Σακαφλιόρα = άσχημη,ξερακιανή γυναίκα

Σκαμπίλια = σφαλιάρες

κοκκινογούλια = ραπανάκια

ξεμπουρίζω = παρασέρνω (τον ξεμπούρισε)

σομάρα = κομάρα (έχω μιά…σομάρα απόψε)

Τίρα =κοιτα

σκουτί=πανι παλιο

μπούζι = κρύος, παγωμένος

μπαίγνιο = γελοίος, περίγελος

Λούμπα=Λακούβα με νερό

Αλιάδα =  η  σκορδαλιά

Αχινέος =   ο αχινός

Χάβαρο =  η  αχιβάδα

Κενώνω=σερβίρω

Πλανιδού =  η  γυναίκα  πού  μαζεύει  τα  πλανίδια

Μιναροκεφτές =  παράγωγο  απο το  μινάρας

Μαλακαντρέας =  συνοδευτικό  τού Ανδρέα

Μπαγιόκο =  τα  αρκετά χρήματα

Φοντάνα =    ο  δημόσιος  κρουνός

Αρούκατος=αδέξιος…

Ποδέσου= φόρεσε παπούτσια,

Καίνοσε ή Κένοσε=στρώσε τραπέζι

Ρέλλο = στρίφωμα

Τουτουμάκια: χυλοπίτες

Πόμολο= χερούλι πόρτας ή παραθύρου

Νίβομαι= πλένω το πρόσωπό μου

Κάμαρα= δωμάτιο

Κλειδωνιά= κλειδαριά

Χεράμι= μάλλινο σκέπασμα

Αλυσίβα=ζεστό νερό με στάχτη γι πλύσιμο ρούχων

Παδέλα=πήλινη χύτρα

Μπούλα=μασκαράς

Λέγγα=παιχνίδι στις αλάνες

Αντε= φύγε

Μπουρμπουλίθρες = φυσαλίδες

Κόπανος = βλάκας, ηλίθιος

Σιφονιέρα = έπιπλο τραπεζαρίας ή σαλονιού

Σύρε = πήγαινε

Μαούνα – φορτηγίδα

Τσίτσιρι = φρέσκα ρεβύθια

Τσιμπίμπο – λευκή σταφίδα

Μακεδονήσι = μαϊντανός

Καρναμπίκι = μπρόκολο

Μπίγουλι = φιδές

Πασατέμπο = ψημένοι σπόροι κολοκύθας

Φουσκές = χαστούκια

Ήμουνα = ήμουν

Φούσκα = μπαλόνι

Χαζοβιόλα = αφηρημένη

Χαμούρα = ξεπεσμένη

Ψηλαλώνια = Υψηλά Αλώνια

Χούφταλο = ηλικιωμένος

Τενεκές = άχρηστος

Μετζάστρα= μισόκλειστα (παραθυρόφυλλα)

Τη βρήκα = πέρασα καλά

μποναγράτσια= κουρτινόξυλο

κεψές= τρυπητή κουτάλα

ντένομαι= ντύνομαι

έδωκα= έδωσα

φιόρα= λουλούδια

σίγλος= κουβάς

απίστομήθηκα= έπεσα κάτω

απίστομα= ανάσκελα

σέσκλα= σέσκουλα

μπλουγούρι= πλιγούρι

ανάκαρα= αντοχή

σαβουρώνω= τρώω ακατάσχετα

λουμίνια=φυτιλάκια

μιναριστός=φραπέ

ποκάμισο=πουκάμισο

θα κάνει καιρός=θα κάνει κακό καιρό

καψερός=καημένος

“κάποιος πάει για χ__μο”= όταν σε πιάνει λόξυγγας (και καλά σε μελετάει αφοδεύοντας)

“γεια σου κι αλήθεια λέω”= στο φτέρνισμα

κατσούλα= κουκούλα

κατουρίστηκα = κατούρησα

η κάδη = ο κάδος

μεσάλα = τραπεζομάντηλο

νευριάστηκα = νευρίασα

Σκοτισαρχίδης= πολύ ενοχλητικός

Σκιάχτηκα= φοβήθηκα

Σκλεπού =  η ασχημη  γυναίκα

Κοτέτσενα =  αυτή  πού  ασχολείται  με  κότες

Μπαρπουτσέλι =  το  μικρό  μπαρμπούνι

Σαρδελί =  το  σαρδελάκι

Βοϊδογλιψά= φύτρες μαλλιών

μακεδονιση=μαιντανοσ

κοκοροβι=χοντρο χαλαζι

πραματα-ζα=τα προβατα

Μέσκουλα-Μεσκουλιά=Μούσμουλο(φρούτο)-Μουσμουλιά(δέντρο)

Κρεμανταλάς =   ο  ψηλός   ανδρας

Αντούβιανος =  ο  βλάκας

Μακρασκέλα =  η  γυναίκα  με  μεγάλα   πόδια

Κουσκουρού =  η  κουτσομπόλα

Λίγδα =  η  μαύρη αλανιάρα  τσιπούρα

Λιγδοπούλα =  η  μικρή  λίγδα

Μιξινάρι =   το   κεφαλόπουλο

Μανιαούρι =  το  προσφυγόπουλο

Βοϊδογλιψά= φύτρες μαλλιών

λαχανοπιτα=χορτοπιτα

μακαροτσινια=κοφτο μακαρονακι (που φτιαχνουμε με τ χταποδι)

μαλακιασμενο=μαλακισμενο

μπατζουρια-εξωφυλλα ή τ αντιστροφο

νιτερέσσα=δωσοληψία

στιλιάρι,τζέρο=ξεροκεφαλος

κοτσονούρης=διάολος

σ εχει καβαληκει ο μπαρμπας σου=σε εχει βαλει ο διαολος

κατσιμπουχέρι=μπάστακας

μολιντίρι=μικρή σαύρα

κεσάτια = αναδουλιές

κολοσούρτης = τραίνο

μπακαλιάρος, μπακαλάος = βακαλιάρος, βακαλάος

παρασόλι = ομπρέλα για τον ήλιο

παρωνύμι = παρατσούκλι, παρώνυμο

σαλιόρα = η μεγάλη πετσέτα φαγητού

σκουτέλι = κεσές γιαούρτι

συρφετάσι = δοχείο μεταλλικό που έκλεινε σφιχτά, βάζανε το κολατσιό, το φαγητό για την εκδρομή.

χαμουτζής = αυτός που δουλεύει στα γόνατα, μεταφορικά ο βρώμικος

χαμάδες = ελιές, σταφύλια, φρούτα που έχουν πέσει κάτω (χάμω)

και ακόμη:

απίδι = αχλάδι

(ν)ταμιζάνα = μπουκάλα για κρασί κυρίως αλλά και για λάδι

σούφρα = πισινός

σουφρώνω = κλέβω

κατσαμαλίδα, κατσαμάλιασα = όταν από το κρύο η επιδερμίδα γίνεται με σπυράκια, σαν την πέτσα από το κοτόπουλο

φοντανιέρα = το σκεύος με καπάκι που βάζουμε για φύλαξη ή σερβίρισμα τα φοντάν (γλυκά)

υποβρύχιο = βανίλια στο ποτήρι με νερό

μια δαχτυλήθρα = μικρή ποσότητα υγρού (όσο χώραγε η δακτυλήθρα που χρησιμοποιείται στην ραπτική)

μαμαλίγκα, παπαλίνα = τα μικρά ψαράκια – γόνος (γαβράκια – μαριδούλα…)

μαχαλάς = γειτονιά (στον Επιτάφιο έγινε μάχη από τα παιδιά του πάνω μαχαλά με τον κάτω μαχαλά)

Η Πατρινή Διάλεκτος έχει και σελίδα στο Facebook, μπορείτε να την δείτε ΕΔΩ

Σχόλια:

more recommended stories